παρεμφατικός

παρεμφατικός
-ή, -ό / παρεμφατικός, -ή, -όν ΝΑ [παρεμφαίνω]
φρ. «τα παρεμφατικά» ή «παρεμφατικές εγκλίσεις»
γραμμ. η οριστική, η υποτακτική, η ευκτική και η προστακτική, οι οποίες παρεμφαίνουν το πρόσωπο και τον αριθμό, σε αντιδιαστολή προς το απαρέμφατο
νεοελλ.
αυτός που φανερώνει, που παρουσιάζει κάτι με έμμεσο ή πλάγιο τρόπο, ο έμμεσα δηλωτικός
αρχ.
αυτός που δηλώνει ή σημαίνει κάτι («παρεμφατικός προσώπου», Απολλ. Δύσκ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρεμφατικά — παρεμφατικός indicative neut nom/voc/acc pl παρεμφατικά̱ , παρεμφατικός indicative fem nom/voc/acc dual παρεμφατικά̱ , παρεμφατικός indicative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμφατικόν — παρεμφατικός indicative masc acc sg παρεμφατικός indicative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρεμφατικαί — παρεμφατικός indicative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”